ιεροκρίτης

ιεροκρίτης
ο см. ιερ(ο)εξεταστής

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "ιεροκρίτης" в других словарях:

  • ιεροκρίτης — ὁ κριτής τής Ιεράς Εξετάσεως, ο ιεροεξεταστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο) * + κρίτης (< κρίνω), πρβλ. βιβλιο κρίτης, δικαιο κρίτης] …   Dictionary of Greek

  • ιεροκριτικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ιεροκρίτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιεροκρίτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1874 στον Δαμ. Χριστόπουλο] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»